- σκανδαλοθηρία
- η охота за скандальными историями
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σκανδαλοθηρία — η δημιουργία σκανδάλων ή επιδίωξη αποκάλυψης σκανδάλων: Πολλές εφημερίδες ρέπουν προς τη σκανδαλοθηρία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκανδαλοθηρία — η, Ν [σκανδαλοθήρας] το κυνήγι τών σκανδάλων, η επίμονη αναζήτηση σκανδάλων και η αποκάλυψή τους, η υπερβολική ενασχόληση με κάθε είδους σκάνδαλα, πραγματικά ή και φανταστικά, η μεγαλοποίηση και η κατά κόρον δημοσιοποίησή τους, ιδίως με τα μέσα… … Dictionary of Greek
σκανδαλοθηρικός — ή, ό, Ν [σκανδαλοθήρας] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σκανδαλοθηρία ή στον σκανδαλοθήρα («σκανδαλοθηρικό δημοσίευμα»). επίρρ... σκανδαλοθηρικά Ν (τροπ.) με σκανδαλοθηρικό τρόπο … Dictionary of Greek
σκανδαλοθηρώ — έω, Ν [σκανδαλοθήρας] διενεργώ σκανδαλοθηρία («ορισμένες εφημερίδες σκανδαλοθηρούν») … Dictionary of Greek
σκανδαλοθηρικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη σκανδαλοθηρία: Τα σκανδαλοθηρικά περιοδικά έχουν μεγάλη κυκλοφορία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)